μερμήριξε

μερμήριξε
μερμηρίζω
to be anxious
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δίχα — (AM) [δις] (πρόθεση) (με γεν.) χωρίς (α. «δίχα θορύβου και βοῆς» β. «ἀνθρώπων δίχα» χωρίς ανθρώπους γ. «μόνη, φασγάνου δίχα» μόνη, χωρίς ξίφος) αρχ. Ι. επίρρ. 1. σε δύο μέρη, χωριστά (α. «πλευροκοπῶν δίχα ἀνερρήγνυ» χτυπώντας στα πλευρά, έκοβε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”